- πόσις
- -εως, και ποιητ. τ. πόσσις, -ιος, ὁ, Α1. ο σύζυγος2. ο νόμιμος σύζυγος σε διάκριση από τον μη νόμιμο3. φρ. «κρυπτός σύζυγος» — ο παράνομος σύζυγος, ο εραστής.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πόσις (< *πότις, με συριστικοποίηση τού -τ- προ τού -ι-) ανάγεται σε αρχαίο ινδοευρωπαϊκό τ. *potis με σημ. «σύζυγος, κύριος τού σπιτιού» και συνδέεται με τα: αρχ. ινδ. pati- αβεστ. paiti-, λιθουαν. pats, λεττον. pats και λατ. potis «δυνατός, κραταιός, κύριος (πρβλ. λατ. possum). Η λ. πόσις εμφανίζεται επίσης ως β' συνθετικό στο σύνθ. δεσ-πότης* (πρβλ. αρχ. ινδ. dampati-) και στα σύνθ. με α' συνθετικό το θέμα τής λ. οἶκος*: αρχ. ινδ. viś-pati-, λιθουαν. vieš-pats και λατ. hospes. Οι τ. τής Λιθουανικής και Λεττονικής που δεν εμφανίζουν φωνηεντισμό -ι- οδήγησαν στην υπόθεση ότι το όλο σύστημα θα πρέπει να αναχθεί πιθανότατα σε συμφωνόληκτη ρίζα *pet-/*pot-. Σύμφωνα με την άποψη αυτή το θέμα *poti- έχει παραχθεί από ένα μόριο *pet-/*pot- με αντωνυμιακή σημ. δηλωτικό ταυτότητας ισοδύναμο τών: «ο ίδιος, ο εαυτός του» (πρβλ. χεττιτ. pat «ο ίδιος»). Ο τ. λοιπόν *poti- έχει σχηματιστεί με ουσιαστικοποίηση τού μορίου *pot- προς δήλωση τού συζύγου, τού κυρίου, με έμφαση στην έννοια τής ταυτότητας: «ο σύζυγος ο ίδιος, αυτοπροσώπως». Στην αποδοχή αρχικού θέματος *pet-l*pot- οδηγεί και ο τ. πότ-ν-ια, αρχαϊκό θηλυκό τού πόσις (βλ. λ. πότνια). Έχει διατυπωθεί ωστόσο και η αντίθετη άποψη σύμφωνα με την οποία όλοι οι τ. ανάγονται σε ρίζα *poti-, ενώ οι τ. τής Λιθουανικής και Λεττονικής θα πρέπει να αποκλειστούν από το σύστημα (για την παραγωγή τού πότνια σύμφωνα με την τελευταία θεωρία βλ. λ. πότνια)].
Dictionary of Greek. 2013.